- γηλεχής
- γηλεχής, -ές (Α)αυτός που κοιμάται κατάχαμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -λεχής < λέχος «στρώμα, κρεβάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γηλεχής — sleeping on the earth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηλεχέες — γηλεχής sleeping on the earth masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… … Dictionary of Greek